- σωμασκώ
- -έω, Α1. ασκώ το σώμα μου, γυμνάζομαι2. φρ. «σωμασκῶ ἐμαυτόν»i) συνηθίζω στη σκληραγωγία (Διογ. Λαέρ.)ii) «σωμασκῶ τὸν πόλεμον» — προετοιμάζομαι για πόλεμο (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τής λ. σωμασκία].
Dictionary of Greek. 2013.